προδιακονούμαι

προδιακονούμαι
-έομαι, Α
υπηρετώ προηγουμένως («οὐ τὰς αὐτὰς ὁδοὺς ἐστέλλετο τοῑς προδεδιακονημένοις», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διακονώ «υπηρετώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”